- ἡμέρῳ
- ἥμεροςtamemasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡμερῶ — ἡμερόω tame pres subj act 1st sg ἡμερόω tame pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριψημερώ — έω, Α σπαταλώ τον χρόνο μου χωρίς να κάνω τίποτα, χασομερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + ἡμερῶ (< ἡμέρα), πρβλ. εὐ ημερῶ] … Dictionary of Greek
Filócoro — Saltar a navegación, búsqueda Filócoro (Philochorus, Philókhoros Φιλόχορος) de Atenas (circa 340–267/261 a. C.)[1] escritor ateniense, contemporáneo de Eratóstenes, autor de obras sobre leyendas antiguas e historias de la Antigua Grecia … Wikipedia Español
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
διημερώ — ( όω) (Α) [ημερώ] 1. κάνω κάτι εντελώς ήρεμο 2. (για γη) ημερώνω, καλλιεργώ … Dictionary of Greek
εξημερώνω — (AM ἐξημερῶ, όω) [ημερώ] μετατρέπω κάτι ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῑαν») 2. εκπολιτίζω («ἔτι μᾱλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», Πλάτ.) 3. καταπραΰνω … Dictionary of Greek
ημερωτής — ο (Α ἡμερωτής) [ημερώ] νεοελλ. δαμαστής αρχ. (για τον Ηρακλή) αυτός που απάλλαξε τη γη από ληστές κακοποιούς, θηρία κ.λπ … Dictionary of Greek
ημερώνω — και μερώνω (AM ἡμερῶ, όω, Μ και ἡμερώνω) [ήμερος] 1. κάνω κάποιον ή κάτι ήμερο, δαμάζω, τιθασεύω 2. (για φυτά) κάνω κάτι καρποφόρο με την καλλιέργεια, καλλιεργώ 3. (για πρόσ.) εκπολιτίζω, εξευγενίζω νεοελλ. 1. (αμτθ.) ημερεύω, καταπραΰνομαι,… … Dictionary of Greek
προημερώ — όω, Α καθησυχάζω κάποιον προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἡμερῶ (< ἥμερος)] … Dictionary of Greek
προσημερώ — όω, Α καθιστώ κάποιον πιο ήμερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἡμερῶ, όω (< ἥμερος)] … Dictionary of Greek